συνεγείρομαι

συνεγείρομαι
συνεγείρω
help in raising
aor subj mid 1st sg (epic)
συνεγείρω
help in raising
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεγείρω — ΝΜΑ [ἐγείρω] νεοελλ. αφυπνίζω, ξεσηκώνω μσν. αρχ. βοηθώ στην ανέγερση αρχ. 1. (σχετικά με νεκρούς) ανασταίνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον («νεκροὺς συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῑς ἐπουρανίοις», ΚΔ) 2. διεγείρω συγχρόνως 3. (μέσ. και παθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”